δυσπαρηγόρητος
From LSJ
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
ον, = sq.,
A ἐπιθυμία J.AJ16.7.4. II inconsolable, Plu.2.74e; admitting no consolation, συμφορά Phalar.Ep.144.1; hard to soothe, ἄλγημα Herod.Med. ap. Aët.9.2.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu trösten; Cic. Fam. 4, 3; καὶ δυσανάκλητος Plut. ad. et amic. discr. 52.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαρηγόρητος: -ον, τῷ ἑπομ., Πλούτ. 2. 74Ε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à consoler, inconsolable.
Étymologie: δυσ-, παρηγορέω.