οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Full diacritics: νᾶας | Medium diacritics: νᾶας | Low diacritics: νάας | Capitals: ΝΑΑΣ |
Transliteration A: nâas | Transliteration B: naas | Transliteration C: naas | Beta Code: na=as |
Dor. acc. pl. of ναῦς (q.v.).
νᾶας: Δωρ. αἰτ. πληθ. τοῦ ναῦς, Θεόκρ. 7. 152., 22. 17.
νάας και νάς, ὁ (Α)
φίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. εβρ. προέλευσης].