αὐλαία

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλαία Medium diacritics: αὐλαία Low diacritics: αυλαία Capitals: ΑΥΛΑΙΑ
Transliteration A: aulaía Transliteration B: aulaia Transliteration C: avlaia Beta Code: au)lai/a

English (LSJ)

ἡ, (αὐλή)

   A curtain, Hyp.Fr.139, Thphr.Char.5.9, Men.834, Michel832.26 (Samos, iv B. C.), Plu.Alex.49; esp. in the theatre, Men.l.c.; hunting-net, Plu.Alex.40: in pl., screens to protect a wall against missiles, Ph.Bel.95.34.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλαία: ἡ, (αὐλὴ) Λατ. aulaeum παραπέτασμα, «ἔξεστι δὲ καὶ τὸ παραπέτασμα αὐλαίαν καλεῖν, Ὑπερείδου εἰπόντος ἐν τῷ κατὰ Πατροκλέους οἱ δὲ ἐννέα ἄρχοντες εἰστιῶντο ἐν τῇ στοᾷ περιφραξάμενοι μέρος αὐτῆς αὐλαίᾳ·», Πολυδ. Δ΄, 122· ἰδίως ἐν τῷ θεάτρῳ, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 201 (ἔνθα -αῐα), Πλουτ. Ἀλέξ. 49, κλ.: ὡσαύτως, τάπης, αὐτόθι 40.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 rideau, tenture de porte;
2 tapis.
Étymologie: αὐλή.