δωδεκάδωρος
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
ον,
A twelve palms long, κέρα AP6.96 (Eryc.).
German (Pape)
[Seite 693] von zwölf Spannen od. Handbreiten, Eryc. 1 (VI, 96).
Greek (Liddell-Scott)
δωδεκάδωρος: -ον, ἔχων μῆκος δώδεκα παλαμῶν, Ἀνθ. Π. 6. 96.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long, large, haut de douze palmes.
Étymologie: δώδεκα, δῶρον².