σύναιχμος
From LSJ
Full diacritics: σύναιχμος | Medium diacritics: σύναιχμος | Low diacritics: σύναιχμος | Capitals: ΣΥΝΑΙΧΜΟΣ |
Transliteration A: sýnaichmos | Transliteration B: synaichmos | Transliteration C: synaichmos | Beta Code: su/naixmos |
ον,
A allied with, an ally, Hsch., Phot., Suid.
σύναιχμος: -ον, ὅμαιχμος, σύμμαχος, Σουΐδ., Ἡσύχ. Φώτ. ― Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, σ. 178.
ὁ, Α
σύμμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -αιχμος (< αἰχμή), πρβλ. όμ-αιχμος].