πορνότριψ
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
German (Pape)
[Seite 684] ὁ, = πορνοκόπος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
πορνότριψ: ῐβος, ὁ, (τρίβω) = πορνοκόπος, Συνέσ. 178Β, κτλ.· ὅπερ λέγεται ὅτι εἶναι ἡ παλαιοτέρα λέξις, «πορνοκόπος Μένανδρος λέγει· οἱ δὲ ἀρχαῖοι, πορνότριψ, ὃ καὶ κρεῖτον» Θωμᾶς Μάγιστρ. 291, Φρύνιχ. 415· πρβλ. οἰκότριψ, παιδότριψ.
Greek Monolingual
-ιβος, ὁ Α
αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -τριψ (< τρίβω), πρβλ. πεδό-τριψ, σκευό-τριψ].