πορνοκόπος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
ὁ, one who has commerce with prostitutes, fornicator, Men.1057,LXX Pr.23.21.
German (Pape)
[Seite 684] mit Huren umgehend, Menand. Nach Phryn. in B. A. 12 späterer Ausdruck für πορνότριψ.
Russian (Dvoretsky)
πορνοκόπος: ὁ развратник, распутник Men.
Greek (Liddell-Scott)
πορνοκόπος: ὁ, (κόπτω) ὁ μετὰ πορνῶν διάγων, πόρνος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 647, Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΓ΄, 21), Ἐκκλ.· ― ῥῆμα πορνοκοπέω, Πολυδ. Ϛ΄, 188 (κοινῶς πορνοβοσκέω)· ― οὐσιαστ. -κοπία, ἡ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 286.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που συναναστρέφεται με πόρνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + -κόπος].