ἀνακλιντήριον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A head-rest of a couch, Erot. s.v. ἀνακλισμοῦ:—also ἀνάκλιν-τρον, τό, Poll.6.9; condemned by Phryn.130.
German (Pape)
[Seite 192] τό, = ἀνάκλιντρον, τό, Lehnstuhl, Poll., s. ἐπίκλιντρον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακλιντήριον: τό, ἀνάκλιντρον, Ἐρωτιαν. σ. 88, Ἡσύχ.: ὡσαύτως καὶ ἀνάκλιντρον, τό, «τὸ δὲ καλούμενον ἀνάκλιντρον ἐπίκλιντρον Ἀριστοφάνης ἔφη» Πολυδ. ςϳ, 9.