συνεστέον

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεστέον Medium diacritics: συνεστέον Low diacritics: συνεστέον Capitals: ΣΥΝΕΣΤΕΟΝ
Transliteration A: synestéon Transliteration B: synesteon Transliteration C: synesteon Beta Code: suneste/on

English (LSJ)

(σύνειμι)

   A one must associate with, Πρωταγόρᾳ Pl.Prt. 313b.

Greek (Liddell-Scott)

συνεστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ σύνειμι (εἰμί), δεῖ συνεῖναι, ὡς ἤδη ἐγνωκὼς ὅτι πάντως συνεστέον Πρωταγόρᾳ Πλάτ. Πρωτ. 313Β.

Greek Monotonic

συνεστέον: ρημ. επίθ. του σύνειμι (εἰμί, Λατ. sum), πρέπει κάποιος να συντροφεύσει κάποιον άλλο, τινί, σε Πλάτ.