ναυπηγέω

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἑλλέβορον ἤδη πώποτ' ἔπιες → did you ever drink hellebore at any point, did you ever drink hellebore, have you ever taken medication for mental illness, are you mad, you are mad, what are you on

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυπηγέω Medium diacritics: ναυπηγέω Low diacritics: ναυπηγέω Capitals: ΝΑΥΠΗΓΕΩ
Transliteration A: naupēgéō Transliteration B: naupēgeō Transliteration C: nafpigeo Beta Code: nauphge/w

English (LSJ)

   A to be a shipbuilder, build ships, Ar.Pl.513, Pl.Alc.1.107c:—more freq. in Med., πλοῖα, νέας ναυπηγέεσθαι, build oneself ships, get them built, Hdt.2.96, 6.46, cf. Pl.l.c.; ἐπί τινι against others, Hdt.1.27; ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Th.1.31; τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα And.3.5, cf. Th. 6.90, D.17.28: pf. νεναυπήγημαι in med. sense, D.S.20.16:—Pass., of ships, to be built, Th.1.13 (v.l. ἐνναυπηγηθῆναι); ὁπόσα ἂν οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ X.Vect.4.35, cf. HG1.3.17, Plu.2.321d.    II metaph. in Med., contrive, 'engineer', τὰ πάντα νεναυπηγημένη ἐπὶ ταῖς Ῥωμαίων τύχαις J.AJ19.2.4.

German (Pape)

[Seite 232] ein Schiffsbauer sein, Schiffe zimmern, bauen; Plat. Alc. I, 107 c; Pol. 1, 36, 8; pass., Xen. Hell. 1, 3, 11. – Gew. im med., ναῦς ναυπηγέεσθαι, Her. 1, 27. 2, 96. 6, 46; τριήρεις, Andoc. 3, 5; Plat. Menex. 245 a; πλοῖα, Dem. 17, 28; σκάφη, Pol. 1, 20, 9.

Greek (Liddell-Scott)

ναυπηγέω: κατασκευάζω πλοῖα, Ἀριστοφ. Πλ. 513, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 107C (ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις κατ’ ἀπαρέμφ.)· συνήθως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ναῦς ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζω δι’ ἐμαυτὸν πλοῖα, βάλλω νὰ κατασκευάσωσι δι’ ἐμὲ πλοῖα, ἀλλὰ συχν. ἁπλῶς ὡς τὸ ἐνεργ., Ἡρόδ. 2. 96., 6. 46· ἐπί τινι, ἐναντίον τινός, ὁ αὐτ. 1. 27· ἐναυπηγοῦντο νεῶν στόλον Θουκ. 1. 31· τριήρεις ἐναυπηγησάμεθα Ἀνδοκ. 24. 7, πρβλ. Θουκ. 6. 90, Δημ. 219. 19: πρκμ. νεναυπήγημαι ἐν μέσ. σημασίᾳ, Διόδ. 20. 16 ― Παθ., ἐπὶ πλοίων, ναυπηγοῦμαι, κατασκευάζομαι, Θουκ. 1. 13 (ἄλλ.: ἐνναυπηγηθῆναι): ὁπόσα ἂν ἢ οἰκοδομηθῇ ἢ ναυπηγηθῇ Ξεν. Πόροι 4. 35, πρβλ. Ἑλλην. 1. 3, 17· καὶ ἴδε ἐνναυπηγέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et impf.
Pass. ao. ἐναυπηγήθην, pf. part. νεναυπαγημένος;
construire un navire ou des vaisseaux, être constructeur de vaisseaux;
Moy. ναυπηγέομαι-οῦμαι;
1 construire des vaisseaux pour son usage;
2 faire construire des vaisseaux.
Étymologie: ναυπηγός.