πολυκόλυμβος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Full diacritics: πολῠκόλυμβος | Medium diacritics: πολυκόλυμβος | Low diacritics: πολυκόλυμβος | Capitals: ΠΟΛΥΚΟΛΥΜΒΟΣ |
Transliteration A: polykólymbos | Transliteration B: polykolymbos | Transliteration C: polykolymvos | Beta Code: poluko/lumbos |
ον,
A oft-diving, μέλη, of the frogs, Ar.Ra.245 (lyr.).
[Seite 664] viel tauchend, schwimmend, Ar. Ran. 245.
πολυκόλυμβος: -ον, ὁ συχνάκις κολυμβῶν ἢ «βουτῶν», πολυκόλυμβα μέλη τῶν βατράχων Ἀριστοφ. Βάτρ. 245.