κτύπημα
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ατος, τό,
A = κτύπος, βροντῆς Critias 25.32 D.; κ. τυμπάνων D.C.51.17, cf. Jul.Or.7.220b; κ. χειρός E.Andr.1211 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1520] τό, das durch Schlagen, Stampfen und dgl. hervorgebrachte Geräusch, Getöse, Krachen; βροντῆς Critias bei Sext. Emp. adv. phys. 1, 54; τυμπάνων D. Cass. 51, 17. – Bei Eur., οὐκ ἐπιθήσομαι δ' ἐμῷ κάρᾳ κτύπημα χειρὸς ὀλοόν, Andr. 1212, von dem Schlagen als Zeichen der Trauer.
Greek (Liddell-Scott)
κτύπημα: ῠ, τό, = κτύπος, βροντῆς Κριτίας 9. 32˙ κτ. τυμπάνων Δίων Κ. 51. 17˙ κτ. χειρὸς Εὐρ. Ἀνδ. 1212˙ ἴδε κτύπος ἐν τέλ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
bruit produit par un choc, bruit retentissant, fracas.
Étymologie: κτυπέω.