σωρός
Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein
English (LSJ)
ὁ,
A heap, esp. heap of corn, Hes.Op.778, Theoc.7.155; σ. σίτου Hdt.1.22; πυρῶν Plu.2.697b (but σιρῷ is prob. cj.); of other things, σ. ψήγματος Hdt.6.125; ἀκανθέων Id.2.75; ξύλων, λίθων, νεκρῶν, X.HG4.4.12; λίθινος σ. APl.4.254: abs., heap or mound of earth, X.Vect.4.2 (pl.), Diph.100. 2 generally, heap, quantity, χρημάτων, κακῶν, ἀγαθῶν, Ar.Pl.269, 270, 804: opp. a definite number or quantity, Arist.Metaph.1044a4, 1084b22; σ. ἢ ὁρμαθὸν ψάμμου Id.de An.419b24: prov., κόγχην προπάροιθεν ἔχειν σωρῶν, of contentment. Epigr.Gr.446 (Palestine). 3 as Adj., πυροῦ σωροῦ, of a quality of corn, PGiss.63.7 (ii A.D.), Ostr.774 (cf. p.437), al.
German (Pape)
[Seite 1060] ὁ, der Haufen; bes. der Getreidehaufen, Hes. O. 780; auch σωρὸς σίτου, Her. 1, 22; σωρὸς ψήγματος, 6, 125; jeder angehäufte Vorrath, überh. Menge, Fülle, χρημάτων, κακῶν, ἀγαθῶν, Ar. Plut. 269. 270. 804; σίτου, ξύλων, λίθων, Xen. Hell. 4, 4, 16 u. Sp., wie Luc. pro merc. cond. 13; Zenob. 1, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σωρός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. cumulus, acervus, μάλιστα σωρὸς σίτου, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 776, Θεόκρ. 7. 155· σ. σίτου Ἡρόδ. 1. 22., 2. 75· πυρῶν Πλούτ. 2. 697Β· - ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, σ. ψήγματος Ἡρόδ. 6. 125· ἀκανθέων 2. 75· ξύλων, λίθων, νεκρῶν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 12· λίθινος σ. Ἀνθ. Πλαν. 254· ἀπολ., σωρὸς χώματος, λόφος, ὕψωμα γῆς, Ξεν. Πόροι 4, 2. 2) ἀκολούθως, σωρός, μεγάλη ποσότης, χρημάτων, κακῶν, ἀγαθῶν Ἀριστοφ. Πλ. 269, 270, 804· ἐν ἀντιθέσει πρὸς ὡρισμένον ἀριθμὸν ἢ ὡρισμένον ποσόν, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7. 3, 11., 7. 8, 26· σ. ἢ ὁρμαθὸν ἄμμου ὁ αὐτ. περὶ Ψυχῆς 2. 8, 5· παροιμ., κόγχην προπάροιθεν ἔχειν σωρῶν, ἐπὶ αὐταρκείας, Συλλ. Ἐπιγρ. 4582. (Συγγενὲς τῷ σορός, ὃ ἴδε).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
tas, monceau ; abs. monceau de terre ; fig. monceau ou accumulation (de maux, de biens, etc.).
Étymologie: DELG étym. obscure.