κολοβοδιέξοδος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολοβοδιέξοδος Medium diacritics: κολοβοδιέξοδος Low diacritics: κολοβοδιέξοδος Capitals: ΚΟΛΟΒΟΔΙΕΞΟΔΟΣ
Transliteration A: kolobodiéxodos Transliteration B: kolobodiexodos Transliteration C: kolovodieksodos Beta Code: kolobodie/codos

English (LSJ)

ον,

   A having a curtailed passage, of stars whose rising and setting is invisible owing to sunrise and sunset, Ptol.Phas. p.8 H., al.

Greek (Liddell-Scott)

κολοβοδιέξοδος: -ον, ἔχων κολοβήν, περικεκομμένην διέξοδον, διάβασιν, ἐπί τινων ἀστέρων, Πτολεμ.

Greek Monolingual

κολοβοδιέξοδος, -ον (Α)
(για τους αστέρες τών οποίων η ανατολή και η δύση είναι αόρατες λόγω της ανατολής και της δύσης του Ηλίου) αυτός που έχει κολοβή διέξοδο («ὁμοίως δὲ τοὺς μέν τὴν ἑσπερίαν ἀνατολήν τῆς ἑῴας προχρονοῡσαν ἔχοντας [ἀστέρας] τῶν κολοβοδιεξόδων», Πτολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + διέξοδος.