προσδιαναγκάζω

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεωςtrustworthy guarantor for the money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδιᾰναγκάζω Medium diacritics: προσδιαναγκάζω Low diacritics: προσδιαναγκάζω Capitals: ΠΡΟΣΔΙΑΝΑΓΚΑΖΩ
Transliteration A: prosdianankázō Transliteration B: prosdianankazō Transliteration C: prosdianagkazo Beta Code: prosdianagka/zw

English (LSJ)

   A assist in forcing, Hp.Art.6.

German (Pape)

[Seite 755] noch dazu zwingen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προσδιᾰναγκάζω: ἀναγκάζω, βιάζω προσέτι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 792.

Greek Monolingual

Α
αναγκάζω κάποιον ή κάτι ακόμη, κάνω κάποιον ή κάτι ακόμη να βιαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + διαναγκάζω «επιφέρω βία, αναγκάζω»].