θηριόμορφος

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηριόμορφος Medium diacritics: θηριόμορφος Low diacritics: θηριόμορφος Capitals: ΘΗΡΙΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: thēriómorphos Transliteration B: thēriomorphos Transliteration C: thiriomorfos Beta Code: qhrio/morfos

English (LSJ)

ον, (μορφή)

   A in the form of a beast, κώδων Eust.1139.57, cf. Procl.Par.Ptol.278.

German (Pape)

[Seite 1209] thiergestaltig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θηριόμορφος: -ον, (μορφὴ) ἔχων μορφὴν θηρίου, Εὐστ. 1139. 57, Πρόκλ., κτλ.· καὶ οὐσιαστ. θηριομορφία, ἡ, Ἐπιφάν.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α θηριόμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή θηρίου
νεοελλ.
1. απαίσιος, τερατόμορφος, τερατώδης, τρομερά άσχημος
2. φρ. «θηριόμορφες παραστάσεις» — οι παραστάσεις που απεικονίζουν θηριόμορφους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -μορφος (< μορφή), πρβλ. εύ-μορφος, τερατό-μορφος].