ἀνεπίβατος
From LSJ
Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft
English (LSJ)
ον,
A not to be climbed, γυμνῷ ποδί Str. 12.3.11; inaccessible, Plu.2.228b.
German (Pape)
[Seite 224] unzugänglich, ἀνεπίβατον ποιεῖν τι, den Zugang zu etwas versperren, Plut. u. D. Sic.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίβᾰτος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἄβατος, ἀδιάβατος, Στράβ. 545: ἀπροσπέλαστος, Πλούτ. 2. 228Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inaccessible.
Étymologie: ἀ, ἐπιβαίνω.