πολυχρηματία
From LSJ
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
English (LSJ)
ἡ,
A greatness of wealth, opp. εὐτέλεια, X.Smp.4.42, cf. Poll.3.110.
German (Pape)
[Seite 677] Besitz vieles Vermögens; Poll. 3, 110; bei Xen. Conv. 4, 42 Ggstz von εὐτέλεια.
Greek (Liddell-Scott)
πολυχρημᾰτία: ἡ, ἀφθονία χρημάτων, πλούτου, Ξεν. Συμπ. 4. 42, Πολυδ. Γ΄, 110.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
abondance de biens, richesse.
Étymologie: πολυχρήματος.