θρασύφωνος
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
ον,= θρασύστομος, ibid.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσύφωνος: -ον, θρασύστομος, Πολυδ. Β΄, 112.
Greek Monolingual
θρασύφωνος, -ον (Α)
θρασύστομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -φωνος < φωνή (πρβλ. κακό-φωνος, παχύ-φωνος)].