θρασύφωνος
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
θρασύφωνον,= θρασύστομος, ibid.
Greek (Liddell-Scott)
θρᾰσύφωνος: -ον, θρασύστομος, Πολυδ. Β΄, 112.
Greek Monolingual
θρασύφωνος, -ον (Α)
θρασύστομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ- + -φωνος < φωνή (πρβλ. κακό-φωνος, παχύ-φωνος)].
German (Pape)
= θρασύστομος, Poll. 2.112.