Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Μόρυχος

From LSJ
Revision as of 07:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Μόρῠχος Medium diacritics: Μόρυχος Low diacritics: Μόρυχος Capitals: ΜΟΡΥΧΟΣ
Transliteration A: Mórychos Transliteration B: Morychos Transliteration C: Morychos Beta Code: *mo/ruxos

English (LSJ)

ὁ, epith. of dionysus in Sicily, from μορύσσω, because his face was

   A smeared with wine lees at the vintage: prov., μωρότερος Μορύχου Sophr.94.    II as Adj. only in Adv. Comp. μορυχώτερον more obscurely, v. l. in Arist.Metaph.987a10, cf. Alex.Aphr. ad 10 c.

Greek (Liddell-Scott)

Μόρῠχος: ὁ, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου ἐν Σικελίᾳ, ἐκ τοῦ μορύσσω, ἐπειδὴ κατὰ τὸν τρυγητὸν ἤλειφον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ διὰ τρυγὸς οἴνου, Σουΐδ.

Greek Monolingual

Μόρυχος, ὁ (Α)
1. προσωνυμία του θεού Διονύσου στη Σικελία, επειδή κατά την εποχή του τρυγητού άλειφαν το πρόσωπό του με χυμό σταφυλιών ή με κατακάθι κρασιού
2. παροιμ. «μωρότερος Μορύχου» — πάρα πολύ κουτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μορύσσω.