σιτηγία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A conveyance or importation of corn, ἡ σ. ἡ εἰς Ῥόδον D.56.11.
German (Pape)
[Seite 885] ἡ, das Getreideführen, -hinschaffen, εἰς Ῥόδον, Dem. 56, 11.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτηγία: ἡ, εἰσαγωγὴ σίτου, εἰς τόπον Δημ. 1286. 17.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
charge du transport des blés ou des vivres.
Étymologie: σιτηγός.