τρίκοκκος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A with three grains or berries, Sch.ll. 14.183:—τρίκοκκος, ὁ, = μέσπιλον, Dsc.1.118; = ἡλιοτρόπιον τὸ μέγα, Plin.HN22.60; ἡλιοτρόπιον τ. Aët.12.63.
German (Pape)
[Seite 1143] mit drei Körnern, Beeren, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
τρίκοκκος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κόκκους, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 298· - τρίκοκκον, τό, εἶδος μεσπίλου Διοσκ. 1. 169, Πλίν. 22. 29.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίκοκκος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει τρεις κόκκους
2. το ουδ. ως ουσ. το τρίκοκκο(ν)
είδος μούσμουλου
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ὁ τρίκοκκος
α) είδος μούσμουλου
β) το φυτό ηλιοτρόπιο το μέγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κόκκος «σπυρί» (πρβλ. δί-κοκκος)].