μουσοδόνημα

From LSJ
Revision as of 11:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοδόνημα Medium diacritics: μουσοδόνημα Low diacritics: μουσοδόνημα Capitals: ΜΟΥΣΟΔΟΝΗΜΑ
Transliteration A: mousodónēma Transliteration B: mousodonēma Transliteration C: mousodonima Beta Code: mousodo/nhma

English (LSJ)

ατος, τό, (δονέω)

   A poetic frenzy, Eup.245 (pl.).

German (Pape)

[Seite 211] τό, die Windungen des Gesanges, Eupolis bei Prisc. XVIII p. 214 Kr.

Greek (Liddell-Scott)

μουσοδόνημα: τό, (δονέω) ᾆσμα μουσολήπτου ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπνευσθέν, Εὔπολις ἐν «Προσπαλτίοις» 4.

Greek Monolingual

μουσοδόνημα, τὸ (Α)
άσμα ατόμου που εμπνεύστηκε από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + δόνημα(< δονῶ)].