γοώδης
From LSJ
English (LSJ)
ες,
A mournful, ἁρμονίαι Pl.Lg.800d (Sup.); φωνή Arist. HA615b5.
German (Pape)
[Seite 503] ες, klagend, kläglich, γοωδέσταται ἁρμονίαι Plat. Legg. VII, 800 d; Arist. H. A. 9, 12 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γοώδης: -ες, (εἶδος) θρηνώδης,Πλάτ. Νόμ. 800D,Ἀριστ.Ἱ.Ζ.9.12,4.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
gémissant, plaintif.
Étymologie: γόος, -ωδης.