ὑπερπερισσῶς
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
English (LSJ)
Adv.
A beyond all measure, Ev.Marc.7.37.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερπερισσῶς: Ἐπίρρ., ὑπερμέτρως, ὑπερβαλλόντως, Εὐαγγ. κατὰ Μάρκ. ζ΄, 37.
English (Strong)
from ὑπέρ and περισσῶς; superabundantly, i.e. exceedingly: beyond measure.