ἄγραπτος
From LSJ
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
English (LSJ)
ον,
A unwritten, ἄ. θεῶν νόμιμα S.Ant.454. II ἄ. δίκη action cancelled in consequence of a special plea, Poll.8.57.
German (Pape)
[Seite 22] ungeschrieben, ἄγραπτα νόμιμα, das ungeschriebene, innere Sittengesetz, Soph. Ant. 450.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγραπτος: -ον, ὁ μὴ γεγραμμένος, ἄγρ. θεῶν νόμιμα, Σοφ. Ἀντ. 454: πρβλ. ἄγραφος. ΙΙ. ἄγρ. δίκη, δίκη ἐξαλειφθεῖσα, ἐπὶ γενομένῃ ἐνστάσει, «ἄγραπτος δὲ δίκη ἐκαλεῖτο ἡ ὑπὸ τῆς παραγραφῆς ἀναιρεθεῖσα καὶ διαγραφεῖσα», Πολυδ. 8. 57.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non écrit ; ἄγραπτα νόμιμα SOPH prescriptions morales, litt. non écrites (dans les codes).
Étymologie: ἀ, γράφω.