πρόδοσις
From LSJ
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
English (LSJ)
εως, ἡ,
A payment beforehand, money advanced, Lys.Fr.1.3(pl.); δωρεαὶ καὶ προδόσεις D.50.7,12. 2 προδόσει πίνειν to drink on credit, Hermipp.83. II betrayal, treason, Pl.Lg.856e.
German (Pape)
[Seite 717] ἡ, 1) das Vorausbezahlen, Handgeld, welches angeworbene Soldaten, Matrosen bekamen, vgl. Dem. 50, 7. 12. – 2) = προδοσία, Verrath, Plat. Legg. IX, 856 e.
Greek (Liddell-Scott)
πρόδοσις: ἡ, πληρωμὴ ἐκ τῶν προτέρων, προπληρωμή, ἀρραβών, «καπάρο», Δημ. 1208. 16., 1210. 10· ― προδόσει πίνειν, ἐπὶ πιστώσει, Ἕρμιππ. ἐν Ἀδήλ. 7, ἔνθα ἴδε Meineke. II. προδοσία, Πλάτ. Νόμ. 856Ε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 avance d’argent;
2 trahison.
Étymologie: προδίδωμι.