κολύμφατος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολύμφατος Medium diacritics: κολύμφατος Low diacritics: κολύμφατος Capitals: ΚΟΛΥΜΦΑΤΟΣ
Transliteration A: kolýmphatos Transliteration B: kolymphatos Transliteration C: kolymfatos Beta Code: kolu/mfatos

English (LSJ)

φλοιός, λεπίδιον, Hsch. κολυμφάω,

   A v. κολυμβάω. κολυρίζοντες· ἐκκενοῦντες, Id. κολυτέα, ἡ, bladdersenna, Colutea arborescens, Thphr.HP3.14.4. κόλυτρον, τό, v. κόλυθρον. κολύφανον· φλοιός, λεπύριον, Hsch. (cf. κελύφανον). κολυφρόν· ἐλαφρόν, Id. κόλφος, = κόλπος, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1476] ὁ, eine Pflanze, die feuchten Grund anzeigt, auch κολύμβατος, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

κολύμφατος: ἢ -βατος, ἡ, εἶδος φυτοῦ, Γεωπ. 2. 5, 1.

Greek Monolingual

κολύμφατος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φλοιός, λεπίδιον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο παρλλ. τ. κολύμβατος από επίδραση τών βάτος και κολυμβάς με σημ. «θάμνος, στοιβή»].