ἔκπλοος
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
contr. ἔκπλους, ὁ,
A sailing out, leaving port, κρυφαῖον ἔ. καθίστατο A.Pers.385 ; ποιεῖσθαι ἔ.,=ἐκπλεῖν, Th.1.65, etc. ; βιάζεσθαι τὸν ἔ. to force one's way out, Id.7.70; εἴσπλους καὶ ἔ. the right of using a port, IG12(7).8.12 (Amorgos), GDI5687.8 (Chios). II entrance of a harbour, A.Pers.367, X.HG1.6.18.
German (Pape)
[Seite 774] zsgzgn ἔκπλους, ὁ, das Ausschiffen, Auslaufen der Schiffe; Aesch. Pers. 359. 377; τῶν πλοίων Xen. Hell. 2, 1, 17 u. A.; ἔκπλουν ποιεῖσθαι = ἐκπλέω, Thuc. 1, 65 u. öfter. – Auch der Ort zum Auslaufen, Thuc. 7, 70; Xen. Hell. 1, 6, 18.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπλοος: συνῃρ. -πλους, ὁ, τὸ ἐκπλεῖν, ὅταν ἐκπλέῃ τὸ πλοῖον ἐκ τοῦ λιμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 385· ποιεῖσθαι ἔκπλ. = ἐκπλεῖν, Θουκ. 1. 65, κτλ.· ἐκπλέω Ι· βιάζεσθαι τὸν ἔκπλ., διὰ βίας ἐκπλεῖν, ὁ αὐτ. 7. 70· εἴσπλους καὶ ἔκπλ., τὸ δικαίωμα τοῦ εἰσπλεῖν καὶ ἐκπλεῖν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2675α. ΙΙ. τὸ στόμα λιμένος πρὸς εἴσοδον καὶ ἔξοδον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 367, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 18.
French (Bailly abrégé)
v. ἔκπλους.