παρεισδύνω
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
A slip in, penetrate, τὸ ἔλαιον π. Id.Pr.881a7 : metaph., εἰς τὰς γνώμας π. Demad. 3 : pf. -δέδῡκα, εἰς τὰς ἄλλας διαλέκτους A.D.Synt.319.24 :—also παρεισδύω, τὰ παρεισδύοντα τῶν διαλέκτων Id.Pron.4.23. II Med. παρεισδύομαι, ἐς τὸ στόμα Hp.Epid.5.86, cf. Sor.1.101, Gal.2.653; ἀλλοφυλίας . . κατὰ μικρὸν -δυομένης Epicur.Ep. 2p.48U.; εἰς τὴν πόλιν Hdn.2.12.1, etc.; [τὸ ὕδωρ] παρεισδυόμενον πνίγει Arist.Pr.933a16 ; of a leech's bite, penetrate into, Aret.CA 2.6; of customs, Plu. 2.216b, Agis 3, etc.
German (Pape)
[Seite 512] = παρεισδύομαι; λόγος εἰς τὰς γνώμας, Demad. 3; Schol. Ap. Rh. 1, 645.
Greek (Liddell-Scott)
παρεισδύνω: εἰσδύω ἐκ τοῦ πλαγίου, εἰσέρχομαι πλαγίως, τὸ ἔλαιον π. Ἀριστ. Πρβλ. 5. 6· εἰς τὰς γνώμας π. Δημάδ. 178. 41· ὡσαύτως παρεισδύω· εἰς τὴν ἔννοιαν παρεισδύουσα Κλήμ. Ἀλ. 659· οὕτω καί, ΙΙ. παρεισδύομαι, ἀποθ., ἐς τὸ στόμα Ἱππ. 1160C· εἰς τὴν πόλιν Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλ.· [τὸ ὕδωρ] παρεισδυόμενον πνίγει Ἀριστ. Προβλ. 23. 14· ἐπὶ τοῦ δήγματος ἢ τῆς προσκολλήσεως βδέλλης, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 6· ἐπὶ ἐθίμων, Πλούτ. 2. 216Β, πρβλ. Ἆγιν 5, κλ. [Ἴδε ἐν λ. δύω]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 500.
English (Strong)
from παρά and a compound of εἰς and δύνω; to settle in alongside, i.e. lodge stealthily: creep in unawares.