παρεισδύνω

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεισδύνω Medium diacritics: παρεισδύνω Low diacritics: παρεισδύνω Capitals: ΠΑΡΕΙΣΔΥΝΩ
Transliteration A: pareisdýnō Transliteration B: pareisdynō Transliteration C: pareisdyno Beta Code: pareisdu/nw

English (LSJ)

A slip in, penetrate, τὸ ἔλαιον π. Id.Pr.881a7: metaph., εἰς τὰς γνώμας π. Demad. 3: pf. -δέδῡκα, εἰς τὰς ἄλλας διαλέκτους A.D.Synt.319.24:—also παρεισδύω, τὰ παρεισδύοντα τῶν διαλέκτων Id.Pron.4.23.
II Med. παρεισδύομαι, ἐς τὸ στόμα Hp.Epid.5.86, cf. Sor.1.101, Gal.2.653; ἀλλοφυλίας… κατὰ μικρὸν -δυομένης Epicur.Ep. 2p.48U.; εἰς τὴν πόλιν Hdn.2.12.1, etc.; [τὸ ὕδωρ] παρεισδυόμενον πνίγει Arist.Pr.933a16; of a leech's bite, penetrate into, Aret.CA 2.6; of customs, Plu. 2.216b, Agis 3, etc.

German (Pape)

[Seite 512] = παρεισδύομαι; λόγος εἰς τὰς γνώμας, Demad. 3; Schol. Ap. Rh. 1, 645.

Greek (Liddell-Scott)

παρεισδύνω: εἰσδύω ἐκ τοῦ πλαγίου, εἰσέρχομαι πλαγίως, τὸ ἔλαιον π. Ἀριστ. Πρβλ. 5. 6· εἰς τὰς γνώμας π. Δημάδ. 178. 41· ὡσαύτως παρεισδύω· εἰς τὴν ἔννοιαν παρεισδύουσα Κλήμ. Ἀλ. 659· οὕτω καί, ΙΙ. παρεισδύομαι, ἀποθ., ἐς τὸ στόμα Ἱππ. 1160C· εἰς τὴν πόλιν Ἡρῳδιαν. 2. 12, κλ.· [τὸ ὕδωρ] παρεισδυόμενον πνίγει Ἀριστ. Προβλ. 23. 14· ἐπὶ τοῦ δήγματος ἢ τῆς προσκολλήσεως βδέλλης, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 6· ἐπὶ ἐθίμων, Πλούτ. 2. 216Β, πρβλ. Ἆγιν 5, κλ. [Ἴδε ἐν λ. δύω]. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 500.

English (Strong)

from παρά and a compound of εἰς and δύνω; to settle in alongside, i.e. lodge stealthily: creep in unawares.

Greek Monolingual

βλ. παρεισδύω.

French (New Testament)

se glisser, s'insinuer
[c. παρεισδύω]