τελάρχης

From LSJ
Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελάρχης Medium diacritics: τελάρχης Low diacritics: τελάρχης Capitals: ΤΕΛΑΡΧΗΣ
Transliteration A: telárchēs Transliteration B: telarchēs Transliteration C: telarchis Beta Code: tela/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A commander of a τέλος (signf. 1.10b), Ascl.Tact.2.10, Ael.Tact.9.7: v.l. τελεάρχης in Ael.l c.

German (Pape)

[Seite 1084] ὁ, der Anführer einer bestimmten Anzahl von Kriegern, s. τελεάρχης.

Greek (Liddell-Scott)

τελάρχης: -ου, ὁ, = μεράρχης, ὁ ἀρχηγὸς ἢ διοικητὴς τέλους, δηλ. μεραρχίας (συνισταμένης ἐκ δισχιλίων ἀνδρῶν), (ἴδε τέλος, σημασία ΙΙ), Ἐτυμ. Μέγ. 729, Bibl. Coislin. 507· πρβλ. τελέαρχος.

Greek Monolingual

και τελεάρχης, ὁ, Α
διοικητής τέλους, μεραρχίας από 2.000 άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος «στρατιωτική δύναμη, μεραρχία» + -άρχης].