ἀμπελικός
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ή, όν,
A of the vine, v.l. in Hp.Acut. (Sp.)5, cf. M.Ant.8.46; χωρίον IG7.2808 (Hyettus); ἀμπελικά, τά, tax on vineyards, PPetr.3p.243, cf. Vett. Val.76.10; also -κή, ἡ, PPetr.3p.289. Adv. -κῶς Arr.Epict.2.20.18.
German (Pape)
[Seite 128] vom Weinstock, Hippocr. – Adv., nach Art des Weinstocks, Arr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελικός: -ή, -όν, ὁ τῆς ἀμπέλου, ὁ εἰς ἄμπελον ἀνήκων, Ἱππ. 405. 34: - Ἐπίρρ. -κῶς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 20, 18.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de la vid ἔργα PLond.163.19 (I a.C.), καρποί PLond.163.16 (I a.C.).
2 propio de la viña οὐδὲ (sc. συμβαίνειν τι δύναται) ἀμπέλῳ ὃ οὐκ ἔστιν ἀμπελικόν M.Ant.8.46, cf. Vett.Val.76.10
•de viña o viñedo χωρίον IG 7.2808a.24 (Hieto, Beocia III a.C.), SB 5810.11 (IV a.C.), 4481.7 (V a.C.), 9777.13 (VI a.C.), κτήματα BGU 1122.38 (I a.C.) en BL 2(2).24, κτῆμα BGU 2127.2 (II a.C.), PSI 1119.8 (II a.C.), POxy.56.10 (III a.C.), 2723.8 (III a.C.).
3 subst. ἀμπελικόν viña, SB 10990.11 (V/VI d.C.).
II adv. -ῶς como vid πῶς γὰρ δύναται ἄμπελος μὴ ἀμπελικῶς κινεῖσθαι; ¿cómo puede una cepa no comportarse como vid? Arr.Epict.2.20.18.