κηρύκινος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ἱερὸν ἀληθῶς ἐστιν ἡ συμβουλία → Consilia dare, res prorsus et vere sacra est → Ein Heiligtum ist in der Tat ein guter Rat

Menander, Monostichoi, 256
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρύκῐνος Medium diacritics: κηρύκινος Low diacritics: κηρύκινος Capitals: ΚΗΡΥΚΙΝΟΣ
Transliteration A: kērýkinos Transliteration B: kērykinos Transliteration C: kirykinos Beta Code: khru/kinos

English (LSJ)

η, ον,

   A of a herald, ῥάβδος Suid.    II κηρυκ-ίνη, ἡ, = κηρύκαινα, Hsch., Phot.; but (sc. ἀρχή), crier's office, CPR232.29 (ii/iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1434] dasselbe; ῥάβδος, Heroldstab, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

κηρύκῐνος: -η, -ον, ἀνήκων εἰς κήρυκα, «κηρυκίνη ῥάβδος, ἡ τοῦ Ἑρμοῦ» Σουΐδ.· κηρῡκίνη, ἡ, = κηρύκαινα, Φώτ.· ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κηρυκίνη· ἡ καταρωμένη».

Greek Monolingual

κηρύκινος, -ίνη, -ον (Α) κήρυξ
1. κηρυκικός, αυτός που ανήκει σε κήρυκα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ κηρυκίνη
α) η κηρύκαινα
β) (ενν. αρχή)
το αξίωμα του κήρυκα.