ἐπαναστέλλω
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
A check, resist, αἱ γενέσεις ἐ. τὰς φθοράς Arist.Mu.397b3 (v. ἀνασηκόω).
German (Pape)
[Seite 901] zurückschlagen u. in die Höhe heben, Clem. Al.; verhindern, τὰς φθοράς Arist. mund. 5, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαναστέλλω: σύρω ὀπίσω, ὀλίγον ἐπαναστείλας τοῦ καταπετάσματος, ὡς δείξων τὸν θεὸν Κλήμ. Ἀλ. 253. ΙΙ. αἱ γενέσεις ἐπαναστέλλουσι τὰς φθορὰς, χρησιμεύουσιν ὡς ἀντιστάθμισμα εἰς τὰς φθορὰς, Ἀριστ. π. Κόσμου 5. 13.
Greek Monolingual
ἐπαναστέλλω (Α)
1. αναπληρώνω
2. μέσ.
ανασύρω, ανασηκώνω, αναστέλλω
3. σέρνω, τραβώ προς τα πίσω.