περιπατητής

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz

Menander, Monostichoi, 526
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπᾰτητής Medium diacritics: περιπατητής Low diacritics: περιπατητής Capitals: ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ
Transliteration A: peripatētḗs Transliteration B: peripatētēs Transliteration C: peripatitis Beta Code: peripathth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who walks about, Gloss.

German (Pape)

[Seite 586] ὁ, der Herumgehende, der Spaziergänger (?).

Greek (Liddell-Scott)

περιπᾰτητής: -οῦ, ὁ, ὁ περιπατῶν, περιφερόμενος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜ και περπατητής, θηλ. περιπατήτρια, Ν περιπατώ / περπατώ
αυτός που κάνει περίπατο για ξεκούραση και αναψυχή.