κομπηγόρος

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κομπηγόρος Medium diacritics: κομπηγόρος Low diacritics: κομπηγόρος Capitals: ΚΟΜΠΗΓΟΡΟΣ
Transliteration A: kompēgóros Transliteration B: kompēgoros Transliteration C: kompigoros Beta Code: *komphgo/ros

English (LSJ)

ον,

   A speaking boastfully, Hsch. s.v. ἀερολέσχης.

German (Pape)

[Seite 1479] ὁ, Großsprecher, Hesych. v. ἀερολέσχης.

Greek (Liddell-Scott)

κομπηγόρος: -ον, ὁμιλῶν κομπαστικῶς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κομπηγόρος, -ον (Α)
αυτός που μιλά με κομπασμό, κομπαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -ηγόρος (< ἀγορά), πρβλ. δημ-ηγόρος, δικ-ηγόρος].