νεοχάρακτος
From LSJ
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping
Full diacritics: νεοχάρακτος | Medium diacritics: νεοχάρακτος | Low diacritics: νεοχάρακτος | Capitals: ΝΕΟΧΑΡΑΚΤΟΣ |
Transliteration A: neocháraktos | Transliteration B: neocharaktos | Transliteration C: neocharaktos | Beta Code: neoxa/raktos |
[χᾰ], ον,
A newly imprinted, ἴχνος S.Aj.6.
[Seite 246] neu, eben erst eingegraben, eingeprägt, eingedrückt, ἴχνος, Soph. Ai. 6.
νεοχάρακτος: -ον, ὁ νεωστὶ χαραχθείς, ἴχνος Σοφ. Αἴ. 6.