φατνόω
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
(φάτνη)
A roof, ceil, LXX 3 Ki.7.40(3):—Pass., ib.Ez.41.15.
German (Pape)
[Seite 1258] 1) aushöhlen, ausgraben, wie einen Trog, vertiefen. – 2) mit Fächern od. getäfelter Arbeit versehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φατνόω: (φάτνη) στεγάζω διὰ φατνωτῆς στέγης ἢ ὀροφῆς, Ἑβδ. (Γ΄ Βασ. Ζ΄, 3). ― Παθ. αὐτ. (Ἰεζεκ. ΜΑ΄, 15).