πεντηκόντορος
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
A v. πεντηκόντερος.
German (Pape)
[Seite 558] ἡ, mit u. ohne ναῦς, ein Funfzigruderer; Pind. P. 4, 245; Eur. I. T. 1124 Hel. 1428; Thuc. 1, 14. 6, 43; Folgde, wie Pol. 1, 20, 14. S. πεντηκόντερος.
Greek (Liddell-Scott)
πεντηκόντορος: (ἐξυπ. ναῦς), ἡ, πλοῖον φορτηγὸν μὲ πεντήκοντα κώπας, Πίνδ. Π. 4. 436, Εὐρ. Ι. Τ. 1124, Θουκ. 4. 14, κτλ. παρ’ Ἡροδ. φέρεται πεντηκόντερος, 1. 152, 163, 164., 3. 41, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ἐν 3. 124., 6. 138, ἀντίγραφά τινα φέρουσι πεντηκόντορος, καὶ ὁ τύπος οὗτος εὑρίσκεται ἐν τῷ Παρίῳ Χρον. (Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 15), πρβλ. τριακόντορος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
à cinquante rames ; abs. navire à cinquante rames.
Étymologie: πεντήκοντα, ἄρω.