παροψωνέω
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
A buy dainties, Cratin.92, Ar.Ec.226.
German (Pape)
[Seite 528] ein leckerhaftes Gericht neben, außer den übrigen einkaufen; Ar. Eccl. 226; Cratin. bei Ath. IV, 171 b.
Greek (Liddell-Scott)
παροψωνέω: ἀγοράζω παροψήματα ἢ ἡδύσματα, Κρατῖνος ἐν «Κλεοβουλίναις» 8, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 226.
Russian (Dvoretsky)
παροψωνέω: (тайком) покупать лакомства Arph.