συναναλάμπω

From LSJ
Revision as of 12:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναλάμπω Medium diacritics: συναναλάμπω Low diacritics: συναναλάμπω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΛΑΜΠΩ
Transliteration A: synanalámpō Transliteration B: synanalampō Transliteration C: synanalampo Beta Code: sunanala/mpw

English (LSJ)

   A shine forth together, Ph.2.141: c. acc., shed lustre on at the same time, SIG798.3 (Cyzicus, i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συναναλάμπω: ἀναλάμπω ὁμοῦ, Φίλων 2. 141· τινι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 136D.

Greek Monolingual

ΜΑ
1. αναδίδω λάμψη μαζί με κάτι άλλο λαμπερό («τὴν τῆς ψυχῆς δύναμιν... τῇ τοῡ ὀργάνου τελειώσει συναναλάμπουσαν», Γρηγ. Νύσσ.)
2. φωτίζω, καταυγάζω κάτι με κάτι άλλο.