προμήκης

From LSJ
Revision as of 20:08, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμήκης Medium diacritics: προμήκης Low diacritics: προμήκης Capitals: ΠΡΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: promḗkēs Transliteration B: promēkēs Transliteration C: promikis Beta Code: promh/khs

English (LSJ)

ες, (μῆκος)

   A prolonged, elongated, βέλεα Hp.VC11, cf. S. Ichn.294; π. ἡ τῶν ὄφεων φύσις Arist.GA718a20; σφῆκες -έστεροι τὴν μορφήν Id.HA627b25, etc.; of Pericles, π. τὴν κεφαλήν Plu.Per. 3.    2 protruding, γλῶσσα Aret.SA1.5.    II oblong, σχῆμα Pl. Tht.148a; φύλλον προμηκέστερον ἀπίου Thphr.HP3.10.1; of rightangled triangles, having the sides which contain the right angle unequal, Pl.Ti.54a.    2 of numbers, made up of two unequal factors (as 8 = 2 X 4, 32 = 4 X 8), opp. τετράγωνος or ἰσόπλευρος, Id.Tht.l.c., D.L.3.24; also of solid numbers, having not more than two out of three factors equal, Anon. in Tht.42.45.

German (Pape)

[Seite 734] ες, vorn lang od. länglich zugehend, oblong Plat. Tim. 54 a u. öfter; auch ἀριθμός, Theaet. 148 a, wie 2 mal 4 = 8, 4. 8 = 32, Nicom. arithm. 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

προμήκης: -ες, (μῆκος) μακρός, βέλος Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 903· πρ. ἡ τῶν ὄφεων φύσις Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 1· σφῆκες προμηκέστεροι τὴν μορφὴν ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 41. 1, κτλ.· ἐπὶ τοῦ Περικλέους, προμήκης τὴν κεφαλὴν Πλουτ. Περικλ. 3. ΙΙ. ἐπιμήκης, ὀρθογώνιος, Πλάτ. Τίμ. 54Α· φύλλον προμηκέστερον ἀπίου Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1. 2) ἐπὶ ἀριθμῶν, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ δύο ἀνίσων παραγόντων (οἷον 8 = 2 x 4, 32 = 4 x 8), ἀντίθετον τῷ τετράγωνοςἰσόπλευρος, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α, Διογ. Λ. 3. 24. Πρβλ. ἑτερομήκης.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
oblong, allongé ; προμήκης ἀριθμός nombre qui est le produit de deux facteurs inégaux.
Étymologie: πρό, μῆκος.