ἀποβλύζω
From LSJ
ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι → he who fell in the way of the bow-shots
English (LSJ)
A spirt out, ἀ. οἴνου spirt out some wine, Il.9.491, cf. Archil.32; ὑδαρὲς ἀ. Aret.SD2.6. II intr., flow forth, πηγαὶ ἀ. τῶν ὀρῶν Philostr.Im.1.9, cf. Procop.Aed.2.2,al.
German (Pape)
[Seite 297] wegsprudeln, wegspeien, Il. 9, 491; Medic.; übertr., Philostr. Imag. 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβλύζω: μέλλ. -σω, βλύζω, ἐκρέω, ἀπεμῶ, ἐκβάλλω, πολλάκι μοι κατέδευσας ἐπὶ στήθεσσι χιτῶνα οἴνου ἀποβλύζων ἐν νηπιέῃ ἀλεγεινῇ, ἐπὶ βρέφους ἀπεμοῦντος τὸ διδόμενον αὐτῷ νὰ πίῃ, Ἰλ. Ι. 491, πρβλ. Ἀρχίλ. 32· καὶ ἴδε παραβλύζω. II. ἀμετάβ., ῥέω, πηγαὶ ἀπ. τῶν ὀρῶν Φιλόστρ. 775.