ὀρνεώδης
From LSJ
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ες,
A = ὀρνιθώδης, of a fickle man, Plu.2.44c.
German (Pape)
[Seite 383] ες, = ὀρνιθώδης, Plut. de audit. 8, übertr., von Vogelnatur, leichtsinnig.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνεώδης: -ες, = ὀρνιθώδης, ἐπὶ ἀστάτου ἀνθρώπου, Πλούτ. 2.44C.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un oiseau, càd léger.
Étymologie: ὄρνεον, -ωδης.