ἀμύελος
From LSJ
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ον,
A without marrow, Arist.PA655a35, Gal.UP1.15.
German (Pape)
[Seite 130] marklos, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμύελος: -ον, ὁ μὴ ἔχων μυελόν, «μεδοῦλι», οἱ ἐν τοῖς πεζοῖς ἀμύελοι χόνδροι Ἀριστ. περὶ Μορ. Ζ. 2. 9, 15.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀμύαλος TDA 162.19
sin médula χόνδροι Arist.PA 655a35, ὀστᾶ Gal.3.44, cf. TDA l.c., 168.10, 31.