κιρκαία
From LSJ
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
English (LSJ)
( κιρκέα Gal.12.26), ἡ,
A black swallow-wort, Vincetoxicum nigrum, Dsc.3.119, Zopyr. ap. Orib.14.64.1: κιρκαία ῥίζα, used as a charm, Apollod.3.15.1. II κιρκαῖος ἱέραξ, a kind of hawk, PMag.Berol.1.4. κίρκας, v. κιρκίας.
German (Pape)
[Seite 1441] ἡ, eine Pflanze, circaea, Diosc. u. a. Medic.; – κιρκαία ῥίζα, ein Zaubermittel, von der Kirke benannt.
Greek (Liddell-Scott)
κιρκαία: ἡ, ἄδηλόν τι φυτόν, ἴδε Sprengel εἰς Διοσκ. 3. 124 (134)· ― κιρκαία ρίζα, χρησιμεύουσα ὡς θέλγητρον, Ἀπολλόδ. 3. 15. 1.