ἀνοιστρέω
From LSJ
English (LSJ)
A goad to madness, E.Ba.979; ἔρωτι καρδίην ἀνοιστρηθείς Herod.1.57.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοιστρέω: ἐμβάλλω εἴς τινα βακχικὸν οἶστρον, ἐξεγείρω μέχρι βακχικῆς μανίας, ἴτε θοαὶ Λύσσας κύνες ... ἀνοιστρήσατέ νιν Εὐρ. Βάκχ. 979.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
aiguillonner, càd transporter d’une fureur divine.
Étymologie: ἀνά, οἶστρος.