μετακέρασμα
From LSJ
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
English (LSJ)
ατος, το,
A mixture of cold and hot water, Hp.Acut.65; μ. ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Plu.2.951e.
German (Pape)
[Seite 147] τό, Mischung aus zweierlei Dingen, Plut. de prim. frig. 15, ψυχροῦ καὶ θερμοῦ.
Greek (Liddell-Scott)
μετακέρασμα: τό, κρᾶμα ψυχροῦ καὶ θερμοῦ ὕδατος, τὸ οὕτω συγκεκερασμένον ὕδωρ, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· μ. ψυχροῦ καὶ θερμοῦ Πλούτ. 2. 951Ε.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mélange de chaud et de froid, mélange tiède.
Étymologie: μετακεράννυμι.